- σκύζομαι
- Α1. οργίζομαι, αγανακτώ («σκυζομένη Διὶ πατρί, χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει», Ομ. Ιλ.)2. είμαι θυμωμένος, χωλώνομαι («οὔ σευ ἐγώ γε σκυζομένης ἀλέγω», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. σκύζομαι (< σκυδ-jομαι) ανάγεται στην μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *skeud- «αγανακτώ, γκρινιάζω» και αντιστοιχεί με τα λιθουαν. -skundu, -skusti «υποφέρω», λεττον. skaudus «θλιμμένος» skundu «φθονώ, εχθρεύομαι». Αν υποτεθεί, τέλος, ότι η αρχική σημ. τού ρ. ήταν «γογγύζω, γρυλίζω» (πρβλ. σκύζα) θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι πρόκειται για ονοματοποιημένη λ.].
Dictionary of Greek. 2013.